Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ο Τάκης το κουνούπι




  

Ήταν πρωί και τ’ αφεντικό την έκανε για τη δουλειά. Ήμουνα κάπου στο μπάνιο και σουλάτσαρα στους υγρούς τοίχους. Βζζζζζζζ, βζζζζζζζ, και βζζζζζ γύρω απ’ τα άσπρα τεράστια πλακάκια, σαν αεροπλάνο. Τέλεια φάση. Μα, ξέχασα να συστηθώ. Το όνομα μου είναι Τάκης. Ναι. Μ’ αρέσει πολύ να σουλατσάρω στο σπίτι αυτό, οι τοίχοι είναι τόσο υγροί, που με δροσίζουν και νιώθω σαν να εξερευνώ ένα σύμπαν γεμάτο εκπλήξεις. Για μένα φυσικά είναι σύμπαν, μιας κι είμαι τόσο μικρόσωμος, που η απόσταση απ’ το σαλόνι στην κουζίνα, μου παίρνει γύρω στη μισή ώρα. Μα να, πάλι έμεινα νηστικός. Και τ’ αφεντικό δεν λέει να φανεί.
 Δε λέω, χθες το βράδυ του ρούφηξα κάμποσο αίμα, μα η κοιλιά μου είναι μικρή και ξεφουσκώνει γρήγορα. Δεν μπορώ να πιώ περισσότερο γιατί θα κάνω έκρηξη, κι άιντε μετά να μαζεύεις τα φτερά μου από κάτω, να γεμίσει ο τόπος αίματα. Αηδία σου λέω, σκέτη αηδία. Μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει φρίκη. Τέλος πάντων. Νάμαι τώρα εδώ, στα πλακάκια του νεροχύτη, να προσπαθώ να δροσίσω την κορμάρα μου. Ωχ, τι είναι αυτό το παράξενο καφέ πλάσμα με τα ποδαράκια που με πλησιάζει; Θεέ μου, κατσαρίδααααα! Ώρα να την κάνουμε.
Βζζζζζ, βζζζζζ, μακριά από μένα σιχαμένο πλάσμα! Πάμε στο σαλόνι φτερά μου, να ξαπλώσουμε. Βζζζζ βζζζζ, βζζζζζζζζζ. Καλά, ε. Θα ρίξω έναν ύπνο μόλις φτάσω στον καναπέ! Άλλωστε μυρίζει ακόμα κάτι περίεργο από χθες το βράδυ στο σαλόνι, κάτι ανάμεσα σε τσιγάρο και λιβάνι! Ό,τι κι αν είναι μαλάκα μου, με μαστούρωσε για τα καλά! Έκανα εναέριες νυχτερινές πτήσεις στο σαλόνι, -κάπως επιφυλακτικά βέβαια, το αφεντικό δεν ήταν μόνο- και βγάζανε κάτι καπνούς αυτός κι οι φίλοι του, μιλάμε να σου φεύγει το κεφάλι. Ένιωσα τα μηνίγγια μου να ζεσταίνονται και το κορμί μου να μουδιάζει. Βρήκα μια γωνίτσα και κοιμήθηκα ξερός μέχρι το πρωί. Ούτε που πήρα χαμπάρι για πότε το διαλύσανε το πάρτι.
Μα να, επιτέλους έφτασα στο σαλόνι. Αχ, το κορμάκι μου, πιάστηκα ολόκληρος. Είμαι το πιο αξιοθρήνητο βαμπίρ που υπάρχει. Και δε λέει να φανεί ο άτιμος. Τι ώρα πήγε άραγε; Τέλος πάντων, ας ρίξω έναν υπνάκο μέχρι να έρθει. Θα είμαι φρόνιμο παιδί, σίγουρα θα με φωνάξει μόλις φανεί. Είμαι το κατοικίδιο του! Αμ τι. Καλά είναι πολύ εντάξει ο τύπος. Δεν ξέρει τι πάει να πει κουνουπιέρα, κι όταν τον δαγκώνω, είναι σαν να το γουστάρει, τον βλέπω εγώ, ηδονίζεται. Α! Δεν θα ξεχάσω τις προάλλες που έκανα μπάνιο μέσα στα νερά της αποχέτευσης και είχα πάρει ένα τέλειο χρώμα και ένα άψογο άρωμα, και προς το βραδάκι τον δάγκωσα με το μακρύ κεντρί μου. Καλά, μιλάμε είχε φάει τέτοιο πρήξιμο, που τέτοια φουσκάλα δεν είχαν ματαδεί τα μάτια μου. Και να πεις πως δεν φαινόταν; Κατευθείαν στη γυαλιστερή καράφλα του κάθισα! Χαχα! Πολύ αστείο θέαμα μάγκα μου. Βζζζζζ, βζζζ, βζζ ζ ζ ζ…
-         Τάκη, που είσαι αγόρι μου;
-         Τι φωνάζει αυτός καλέ, με ξεκούφανε! Γύρισες επιτέλους; Βζζζζ... βζζζζ, αιματάκι... γιάμι!
-         Δεν μπορείς αν δεν με δαγκώσεις μπαγασάκο! Άντε πήγαινε τώρα, έχω δουλειές να κάνω, αρκετά ήπιες.
-         Ωχ, να πάρει, πάντα πάνω στο καλύτερο με κόβει.

Το αφεντικό προχώρησε, πήγε στο μπάνιο, λούστηκε κι έπειτα γύρισε στο σαλόνι, φορώντας μόνο ένα διάφανο λινό παντελόνι. Έβαλε κάτι μουσικές λες κι ήμασταν στην κουνοπομάνα την Κίνα, άναψε κάτι θεώρατα κεριά, κατέβασε τα στόρια, και κάθισε σταυροπόδι στο χαλί. Α! Είναι η ώρα να του την σπάσω, σκέφτηκα! Δεν ήθελα να τον δαγκώσω με τη μία. Ήθελα να τον παιδέψω λιγάκι, να χει περισσότερη πλάκα το θέμα.

Αυτός που λες, είχε κλείσει τα μάτια και άνοιξε τα χέρια σε στάση προσευχής. Είμαι σίγουρος πως ονειρευόταν εκείνον τον χοντρό φαλακρό θεό, που τόσο του μοιάζει, μόνο που τ’ αφεντικό μου είναι σαν στέκα του μπιλιάρδου λεπτός. Γύριζα μάγκες μου σαν ανεμόπτερο με εξωφρενική ταχύτητα, και δως του σβουμ, και σβαμ και βζζζζζζζζζ όλη την ώρα γύρω του. Ξέρω, είναι φιλόζωος κι οικολόγος, και ποτέ του δεν θα μου κανε κακό, γι’ αυτό εξάλλου είμαι τόσο άνετος μαζί του.
Και δως του αυτός αυτοσυγκέντρωση, όσο πιο πολύ σαματά έκανα, τόσο πιο πολύ χανόταν! Μα να, που σε μια στιγμή, -κακιά ψυχρή κι ανάποδη- την είδε δεν ξέρω και γω τι. Ίσως να την είδε σαμουράι, ή καρατέκα. Τον βλέπω να παίρνει δυο ξυλάκια από κάτω, κι εκεί που χε γίνει τελείως Ζεν, δικέ μου, κάνει ένα χλάπ με τις ξυλούρες του, και να μαι να χωμένος στις δαγκάνες του. Κάνω ένα σπλάτς και διαλύομαι σε αίμα και πτερύγια. Έπειτα πρέπει να έκανε κάτι πολύ αηδιαστικό γιατί είδα το κουνουποπνεύμα μου να χάνεται στον οισοφάγο του! Σπουδαία μέρα να σπάσει τη χορτοφαγία του κι αυτός! Αμαν! Γι’ αυτό σας λέω φιλαράκια μου, μην εμπιστεύεστε ποτέ χορτοφάγο αφεντικό, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα το γυρίσει στο κρεάς και στο αίμα!

Απ’ τον παράδεισο των εντόμων, για την Φιλοαιματική Οργάνωση Πτερωτών, Τάκης το Κουνούπι – ή το θύμα μιας αγάπης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου