Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Ο νεκρός



Είχε από ώρα ξυπνήσει μέσα στο φέρετρο. Έκανε να λυγίσει τα πόδια μα δεν μπόρεσε. Τα χέρια του ήτανε στριμωγμένα κι ακίνητα, βαριά σαν μολύβι. Μα σαν εμετός, ξεβράστηκε ένα άυλο πράγμα έξω απ’ την κάσα, που με τρόμο διαπίστωσε πως ήταν η ψυχή του. Δεν είχε ηλικία, μήτε φάτσα, μήτε σώμα. Ένα φάσμα ήταν που πετούσε σε θολά τοπία. Σαν τις μεγάλες εκείνες εκτάσεις των βάλτων που τις σκεπάζει η αιώνια ομίχλη. Η αχλή του πρωινού αέρα, σκέπαζε έναν αρρωστιάρη ήλιο που καθόταν στο σβέρκο εκείνου του κόσμου. Κίνησε ακατάσχετα προς τυχαίες κατευθύνσεις για να βρει έναν Δρόμο. Στην πορεία, σάστισε, σταμάτησε κι άκουσε φωνές να τον καλούν. Σαν μύρια στόματα αναστεναγμών να βάλθηκαν να σκούζουν το όνομα του με θρήνους. «Ανέλαε... Ανέλαε... έλα κοντά μας.... εδώ είναι ο δρόμος σου... έλα στην χώρα της ανυπαρξίας να δεις τον κόσμο που σε γυρεύει... Τον κόσμο που γύρευες και με τρόμο φανταζόσουνα...»
 Ρίγησε. Αν μπορεί να ριγήσει μια ψυχή. Τα τεράστια μάτια του, άνοιξαν πλατιά καθώς δεν έδινε πίστη στην ακοή του. Τότε κάτι πελώρια φαντάσματα άρχισαν να φαίνονται στην άκρη του ορίζοντα και σαν ένα πελώριο νέφος να κατευθύνονται κοντά του. Οι μορφές τους τον γέμισαν με φρίκη. Σύννεφα, σύννεφα από στάχτες και αχλή, μια απροσδιόριστη μάζα από ψυχές που μεγάλυναν την σύσταση τους στον αιώνιο και άκτιστο κόσμο της αθανασίας. « Ποιοί είστε σεις που με καλείτε; Μήπως βρίσκομαι σε όνειρο ή εφιάλτη;»
« Έλα μαζί μας και θα σου δείξουμε τον καινούργιο σου κόσμο. Τώρα που το σώμα σου αρχίζει να λειώνει, εκεί στη γη, κάτω ή πάνω δεν έχει σημασία, θα διαβείς το μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Μα δες εκεί, δεν είναι κανείς που να γνωρίζεις;»
Τότε πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια του πεθαμένου όλες οι θύμισες της γήινης ζωής του. Είδε τις γυναίκες που περάσαν σαν σταθμοί απ’ τον εφήμερο του βίο να περνάνε σαν σκιές από μπροστά του. Για μια στιγμή τα πρόσωπα τους γύρισαν και τον κοίταξαν με έναν τόνο παρακλητικό και τον καλούσαν κοντά τους, μα σαν έκανε να τις αγγίξει αυτές διαλύονταν σαν σύννεφα σκόνης. Είδε τον εαυτό του να μεθάει από πόνο, κι άλλες στιγμές από χαρά, κι άλλες να χάνεται στην χλιαρή σούπα της μετριότητας.
Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα χειμερικά του μάτια, κι οι ψυχές που τον καλούσαν έχασαν πια την υπομονή τους. « Καιρός να φεύγουμε, έχουμε δρόμο να διανύσουμε και πάλι μέχρι να φτάσουμε στο Απόλυτο Μηδέν, στην λύση κάθε ψευδαισθήσεως, στον Κύριο μας, το Άπειρο».
Τότε ο Ανέλαος, έτρεξε μ’ όλη τη δύναμη του φάσματος του, και χώθηκε μ’ ανάπαυση στο κρύο του μνήμα. Όταν ξημέρωσε, η ψυχή του βρισκόταν και πάλι μέσα στο ψόφιο του κουφάρι, και παρόλο που ένιωθε χειρότερα από ποτέ, δεν πήρε καν τηλέφωνο να δώσει μια δικαιολογία, σηκώθηκε απ’ το υγρό του κρεβάτι, ντύθηκε το μαύρο κουστούμι, φόρεσε την κολλαριστή ροζ γραβάτα και πήγε κατευθείαν χωρίς καν να πάρει τον πρωινό του καφέ – η ώρα ήταν  οκτώ και μισή και είχε αργήσει- στο νεκρο- γραφείο.
 Άλλη μια δύσκολη μέρα τον περίμενε. Στοίβες τα χαρτιά για διεκπεραίωση, μα πριν βυθιστεί στον κόσμο των εγγράφων, πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε έξω απ’ το τζάμι. Η ομίχλη σκέπαζε τα πάντα και στο απέναντι πεζοδρόμιο δεν φαινόταν κανείς. Ωραία μέρα για να πεθάνει κανείς, σκέφτηκε. Χαμογέλασε αχνά και χάθηκε στην χαρτούρα του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου