Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Έρωτας στον Άδη







Το φάντασμα της γυναίκας, μπήκε αργά μες το δωμάτιο. Μόλις είχα αρχίσει να ανοίγω τα μάτια μου για τον νυχτερινό περίπατο στην αυλή και στη χλομή λίμνη· κάτω απ’ τις πανύψηλες γριές λεύκες. Την είχα πνίξει στο πηγάδι πριν αρκετά χρόνια. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσα. Βλέπετε, η αιωνιότητα είναι βαρύ πράγμα, και για κάτι τέτοια γεγονότα, δεν σημειώνω ποτέ ημερομηνίες και χρονολογίες στο ημερολόγιο μου. Είναι απλά ανώφελο.
 Φοράει πάντα ένα κατάλευκο φουστάνι. Καλοκαιρινό. Είναι ψηλή με μαλλιά λιτά, ίσια, λεπτά, που οι άκρες τους αγγίζουν ανεπαίσθητα τους υπέροχους της ώμους. Με πλησιάζει με βλέμμα σκοτεινό. Νιώθω πως τα μάτια της κρύβουν ένα αδιαπέραστο κάρβουνο. Μα δεν γινόταν αλλιώς. Την αγαπούσα τόσο, που αν δεν την σκότωνα, θα ήμουνα ανάξιος του έρωτα της. Ναι, εκείνη τη μέρα στο πηγάδι, την έκανα πραγματικά δική μου. Όσο ένιωθα το κορμί της να συνταράζεται απ’ τους σπασμούς, όσο κρατούσα σθεναρά το κεφάλι της μέσα στο νερό, ενώ το φεγγάρι ολόγιομο έλουζε υπέροχα τους σταρένιους της ώμους, όσο το ελαφρύ αεράκι ανέμιζε το όμορφο της φόρεμα, στιγμή προς στιγμή, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, γινόταν όλο και πιο δική μου. Μέχρι τη στιγμή που άφησε την τελευταία της πνοή. Μέχρι που το οξυγόνο στους πνεύμονες της στέρεψε, κι εγώ είχα πια περάσει στην αιωνιότητα μαζί της. Ο έρωτας μας πέρασε στην αθανασία.
 Δεν θα την άφηνα ποτέ να φύγει από κοντά μου. Το ίδιο ήθελε κι αυτή. Το έβλεπα στα μάτια της. Το άκουγα στους παλμούς της καρδιάς της. Το ένιωθα στα υγρά όλο πόθο χείλη της. Κι όταν πια για την τελευταία θυσία με δοκίμαζε, απειλώντας, με ήρεμο τρόπο πως θα μ’ αφήσει για άλλον, ήξερα πως η μεγάλη στιγμή έφτασε.
 Αλλά θαρρώ πως παρέκκλινα πολύ απ’ τη διήγηση μου. Συνεχίζω λοιπόν. Την βλέπω να έρχεται με σκυμμένο το κεφάλι και σκοτεινό πρόσωπο. Φτάνει στο κρεβάτι και σκύβει απάνω στο λαιμό μου. Είναι η ώρα για το καθημερινό της βάλσαμο. Με κρατάει απ’ το χέρι και βγαίνουμε απ’ το σαρακοφαγωμένο δωμάτιο, καθώς το αίμα κυλάει άφθονο ακόμα απ’ την αορτή μου.
-          Για κοίτα αγάπη μου τι όμορφα που είναι απόψε... Πως λούζει το φεγγάρι τ’ όμορφο πρόσωπο σου...
-Ναι... Είναι υπέροχα, φίλησε με...
Το αίμα μου της δίνει τη δύναμη να μιλάει. Την τρέφω κάθε νύχτα με τις σάρκες μου, σ’ αυτό το παντοτινό σκοτάδι που ζούμε. Τι καλά που στον κόσμο μας δεν υπάρχει μέρα. Θα μου ήταν ανυπόφορο το φως του ήλιου. Η νύχτα ξέρει να ξεδιπλώνει τα αισθήματα, ξέρει να κάνει τις καρδιές να ανοίγονται σαν νυχτολούλουδα, ξέρει να τραγουδάει με τη μυστική της φωνή τα τραγούδια του πάθους.
Περπατάμε μαζί μέχρι την ακροποταμιά. Οι σκιές μας καθρεφτίζονται στο ποτάμι. Βλέπω τα μάτια της κενά. Δυο μαύρα φίδια βγαίνουν απ’ τις κόγχες τους και ζητάνε εκδίκηση. Είναι η ώρα που θυμάται τις παλιές της αμαρτίες, κι ο δαίμονας της κάνει το χατίρι για λίγο και απαλύνει της ενοχές της με μια δόση κακίας.
Γυρνάμε αργά στο σπίτι αγκαλιασμένοι. Η νύχτα είναι γλυκιά, ανοιξιάτικη. Οι λεύκες θροΐζουν και η αγαπημένη μου ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου. Επιστρέφουμε στο δωμάτιο. Ανάβω το φως της λάμπας πετρελαίου και τι να δω; Είναι η ώρα του ακέφαλου μυστηρίου. Είναι η ώρα για να ξεκουραστεί η βασίλισσα της καρδιάς μου. Κόβει το κεφάλι μου με μια απλή κίνηση και το αποθέτει στο δρύινο ντουλάπι ευλαβικά.
Το κορμί μου ακέφαλο, παραμένει ακίνητο σαν άγαλμα.  Περιμένω να γυρίσει απ’ τον περίπατο της. Δεν ξέρω πόσα χρόνια στέκομαι εδώ ακίνητος. Τα μάτια μου πάντως συνήθισαν στο σκοτάδι. Ξεχωρίζω κάτι παλιά βιβλία στοιβαγμένα κάτω απ’ τα ρούχα. Θα θελα πολύ να τα διαβάσω, μα τα χέρια μου είναι μακριά. Παραμένουν ασάλευτα. Κλείνω τα μάτια, και την ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα επιστρέψει να σηκώσει το κεφάλι μου μες τα εξαίσια της χέρια και να με συναρμολογήσει. Τι περίεργο πράγμα να ακούω την καρδιά μου από τόση απόσταση και να την νιώθω να ματώνει στάλα στάλα. Λες να γύρισε;
-          Μπα, μπα. Πάλι ονειρεύεσαι συ; Έλα, το φαγητό είναι έτοιμο.
Τα ευλογημένα χέρια της σηκώνουν το κεφάλι μου και η βάση του λαιμού μου νιώθει ξανά το βάρος του κρανίου μου. Τεντώνομαι ευχαριστημένος.
-          Περίεργο πράγμα καλή μου. Νιώθω πιο ανάλαφρος, πολύ πιο ανάλαφρος τώρα.
Δε μίλησε. Προχώρησε αργά προς την κουζίνα και μ’ ένα νεύμα του δακτύλου της, με κάλεσε κοντά της.
Τα κεριά φώτιζαν το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, καθώς ο αέρας έξω όλο και δυνάμωνε, κάνοντας τα σκουριασμένα παράθυρα να συρίζουν σαν κραυγές πεινασμένου μωρού. Το τραπέζι είναι στρωμένο με σάρκες. Τα όρνια στήνουν γλέντι. Την βλέπω να τα κοιτάει και να χαίρεται καθώς το βλέμμα μου τρομαγμένο την παρακολουθεί να γευματίζει με την καρδιά μου.
-          Έζησες αρκετά για να με θαυμάζεις κάθαρμα, τώρα είναι η σειρά μου να γίνω και πάλι γυναίκα.

Έπεσα νεκρός με το κεφάλι στο τραπέζι. Τα κοράκια λεφούσι, έστηναν τσιμπούσι με τις σάρκες μου.
Είναι ωραίο να είσαι άυλος. Τότε μόνο κατάλαβα πόσο μ’ αγαπάει.

Από τότε, κάθε βράδυ καθόμαστε στην αυλή και κοιτάμε κατά τη λίμνη. Το φεγγάρι είναι πάντα ολόγιομο και πάντα μαγευτικό, καθρεφτισμένο μες τα ατάραχα νερά της. Κι αυτή μες το λευκό της φόρεμα, μια θεά που τρέφεται με το νέκταρ του έρωτα μου, να με κοιτάει με της πύρινες φλόγες των ματιών της.

-Η κόλαση φέρει το όνομα σου αγάπη μου! 

Είναι μια φράση που πάντα της έφερνε γέλιο, κι εγώ δε θέλω άλλο παρά να μου χαμογελά. Να έχω την ψευδαίσθηση πως το αίμα μου παγώνει. Το αίμα που δεν έχω πια. Μα έχω εκείνην, κι αυτό μου φτάνει, μάλλον...