Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Οι θαλασσόλυκοι της αμμουδιάς.




Ο Μέλιος, είχε πάθος με τη θάλασσα. Από παιδί είχε όνειρο να γίνει καπετάνιος. Μα την φοβόταν κιόλας. Κι έτσι, όταν μεγάλωσε, βρήκε μια συμβιβαστική λύση. Έγινε ιδιοκτήτης, ενός κέντρου θαλάσσιων σπορ. Έκτισε την παράγκα του δίπλα από ένα γνωστό ξενοδοχείο της πόλης μας, προστατευμένο κιόλας από τον θεό Ποσειδώνα, και εγκαταστάθηκε θα έλεγε κανείς εκεί. Κάθε πρωί για 8 μήνες το χρόνο, από τον Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο, φορούσε το μαύρο του μαγιό-σλιπάκι, που άφηνε να φαίνεται γυμνό όλο σχεδόν το ηλιοκαμένο, δασύτριχο σώμα του, και έπιανε δουλειά. Έβγαζε τα καλύμματα από τα τζετ-σκι, έβαζε τα γαλάζια μαξιλαράκια πάνω στα πλαστικά άσπρα κρεβατάκια της παραλίας, άνοιγε και στερέωνε καλά τις ομπρέλες, έπλενε με το λάστιχο τα κανό καγιάκ ,και περίμενε την άφιξη των πρωινών παραθεριστών. Με τα χρόνια, από απλό παιδί των θελημάτων της παραλίας, μετεξελίχτηκε σε μικροεπιχειρηματία του στυλ αραχτός και λάιτ, με τους φραπέδες του, τα τσιγαράκια του, το τάβλι με τους γερόλυκους φίλους του κάτω από την τέντα που τους προστάτευε από τον ήλιο. Έτρωγε τα φρούτα του καθισμένος στον ξύλινο εκδρομικό πάγκο πάνω στην άμμο, και έτρωγε ταυτόχρονα με το μάτι τις τουρίστριες. Πιο πέρα, σε ένα παρκάκι, πάνω ακριβώς από την παραλία, έβλεπες να κάθονται διάφοροι συνταξιούχοι και μη, με τα μαγιό, η λεγόμενη παρέα των φιλοσόφων της παραλίας. Όποτε περνούσες από κει, τους άκουγες να μιλάνε για πολιτική, ιδεολογίες, διάφορες μεταφυσικές ανησυχίες, μα και πλούσια ήταν η συζήτηση τους  σε συνομωσιολογίες. 
 Πλαδαροί, παστωμένοι απ’ τον ήλιο, αξύριστοι και με μάτια κόκκινα, ίσως απ’ την αϋπνία, ίσως απ’ τη μαστούρα, φλιαρούσαν με πάθος οι φιλόσοφοι της παραλίας, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω οι τουρίστες λιάζονταν, κι οι ρωσίδες έκαναν ηλιοθεραπεία ημίγυμνες.  Όμως, ο Μέλιος ήταν σταθερός στη δουλειά του, κι όλο και κέρδιζε και περισσότερα χρήματα. Μα τι να τα κάνει ο φτωχός; Γυναίκα δεν είχε. Έμενε σε ένα λιτό διαμέρισμα στην τουριστική περιοχή για να είναι κοντά στη δουλειά του, και από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο που ξανάπιανε δουλειά, τον έπιανε η κατάθλιψη, γιατί δεν ήξερε πώς στο καλό να σκοτώσει το χρόνο του.  Πήγαινε συχνά στο λιμάνι, έκανε τον παράγοντα στους ψαράδες και συζητούσε με τους λιμενικούς για τα προβλήματα και τις διάφορες διατάξεις των φορτοεκφορτώσεων. Οι γερόλυκοι οι φίλοι του, μαζεύονταν σε έναν καφενέ σε μικρή απόσταση από το λιμάνι και τα έτσουζαν, αφηγούμενοι ιστορίες για αγρίους, κι ακούγοντας ξέμπαρκους ναυτικούς να τους λένε για τη ζωή στα πλοία. Κάθε βράδυ στον ύπνο του, ονειρευόταν τον εαυτό του καπετάνιο, και χαμογελούσε γλυκά από ευχαρίστηση πάνω απ’ το μαξιλάρι.
 Πολλές φορές, έπαιρνε το τζετ σκι και πήγαινε ως μέσα βαθειά. Περνούσε τους κυματοθραύστες κι έφτανε μέχρι τα αγκυροβολημένα πλοία, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα καταστρώματα, μήπως κι αντικρύσει το πλήρωμα. Όσες φορές πετύχαινε κάποιον απ’ το πλήρωμα, χαιρετούσε στρατιωτικά, κρατώντας με το ένα χέρι την θαλάσσια μοτοσικλέτα, και φουσκώνοντας γεμάτος καμάρι και περηφάνια τα στήθια, γύριζε επιδειχτικά με μια εξαίσια μανούβρα το τζετ σκι, κάνοντας το να αδειάζει νερό σαν φάλαινα από το πίσω του μέρος και έφτανε θριαμβευτής στην άμμο, δίπλα στα κρεβατάκια με τους τουρίστες. Ήταν το δικό του μυστικό.
 Κι έτσι περνούσε η μίζερη ζωή του, ως που μια μέρα…  Ως που μια μέρα, ο σύλλογος ιδιοκτητών θαλάσσιων σπορ, αποφάσισε να διοργανώσει αγώνες προς τιμήν ενός βετεράνου θαλασσόλυκου της αμμουδιάς, ονόματι Τάσου, ο οποίος ήταν 87 ετών και το πετσί του είχε παστώσει κυριολεκτικά από τα χρόνια έκθεσης στον ήλιο και στην αλμύρα. Ο γέρος, ήταν ντυμένος στα κατάλευκα αθλητικά του ρούχα εκείνη τη μέρα με το σήμα του δράκου στην λευκή φανέλα με γιακά και το κοντό αθλητικό του σορτς, το οποίο ενωνόταν σχεδόν με τις μάλλινες άσπρες του κάλτσες που έφταναν σχεδόν μέχρι τα γερασμένα του γόνατα. Καθόταν σε μια εξέδρα πιο ψηλά απ’ όλους σαν επίτιμος καλεσμένος.
 Ο Μέλιος, προετοιμαζόταν για μήνες για κείνη την μέρα. Ήθελε να βγει πρώτος και καλύτερος. Γυάλισε λοιπόν το καλύτερο του τζετ σκι, το επισκεύασε, του άλλαξε τα λάδια, το γέμισε με την καλύτερης ποιότητας βενζίνα, και ήταν πανέτοιμος ψυχολογικά και σωματικά. Φορούσε όπως πάντα το μαύρο του σα σώβρακο μαγιό και οι πυκνές τρίχες του στήθους του γυάλιζαν στον ήλιο.
 Νικητής του αγώνα, θα ήταν αυτός που θα παράβγαινε πρώτος, κάνοντας τον γύρω του μεγάλου εμπορικού πλοίου που βρισκόταν αραγμένο έξω από το λιμάνι της Λεμεσού και θα περνούσε εν ήδη κορδέλας τους κυματοθραύστες πριν απ’ τους άλλους.  Η συμμετοχή ήταν αθρόα και περιλάμβανε όλους τους γυμνασμένους τύπους από 40 και πάνω που υπήρξαν πρώην ναυαγοσώστες και νυν ιδιοκτήτες ειδών θαλάσσιων σπορ, με τα γυμνασμένα τους κορμιά να λάμπουν κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου. Ο Μέλιος, τους χαιρέτισε όλους φιλικά πριν το αγώνα, μιας και ήταν όλοι γνωστοί του. Από την ακτογραμμή που ξεκινάει από τον Εναέριο, μέχρι την Παρεκκλησιά, καθώς και από τις παραλίες της Αγιά Νάπας και της Λάρνακας καθώς και ένας μερακλής από την Πάφο, όλοι οι θαλασσόλυκοι ήταν εκεί, μαζεμένοι έξω από τον ναυτικό όμιλο Λεμεσού, από την πλευρά της αμμουδιάς.
Το σήμα για την έναρξη έδωσε ο γέρο Τάσος, με την εκπυρσοκρότηση ενός αθλητικού πιστολιού. Οι θαλασσόλυκοι πήραν θέσεις πάνω στα τζετ σκι, και με το άκουσμα του πιστολιού, γκάζωσαν τις μηχανές και πήραν μπρος. Πίδακες νερού ξεπηδούσαν στον αέρα καθώς οι συριστικοί ήχοι των τζετ σκι γέμιζαν την ατμόσφαιρα.  Ο Μέλιος έβαζε όλη του την πείρα και την επιδεξιότητα, κι η γεύση από το κρεμμύδι που είχε φάει μέσα στην πίτα με τα σουβλάκια, αναδυόταν από το στομάχι του στο στόμα. Με τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπο, μάρσαρε και μανούβραρε όσο καλύτερα μπορούσε την θαλάσσια μοτοσικλέτα του.  Είχε αυτοσυγκεντρωθεί στον υπέρτατο βαθμό. Όλη η πείρα και η θέληση της ζωής του, διοχετεύτηκαν σ’ αυτό τον αγώνα. Τον αγώνα υπέρ πάντων… Με το πρόσωπο  και το μαγιό- σώβρακο λουσμένο στον ιδρώτα, προχωρούσε ακάθεκτος για τη νίκη. Έκανε θριαμβευτικά πρώτος το γύρο από το πλοίο και προπορευόταν στην επιστροφή. Φωνές και ζητωκραυγές ακούγονταν από την αμμουδιά. Οι λουόμενοι είχανε μετατραπεί ξάφνου σε θεατές και οπαδούς. Οι υπόλοιποι ανταγωνιστές, αθλητές, ως δια μαγείας, δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν, κάποιοι έβριζαν από μέσα τους και τον κατηγορούσαν για μετατροπή στη μηχανή. Αλλά ο Μέλιος, είχε κιόλας περάσει τους κυματοθραύστες, κι ό,τι κι αν έλεγαν, όση χωλή και να έβγαζαν, η νίκη ήταν δική του. 
 Έφτασε στην ακτή, έσβησε τη μοτοσικλέτα όπως όπως και κατασυγκινημένος, έσκυψε και φίλησε την άμμο. Κατόπιν, είδε τον γέρο Τάσο, τον πρεσβύτερο των θαλασσόλυκων, να σηκώνεται απ’ το θρόνο του και να τον προφτάνει όπως ήτανε γονατιστός για να τον στεφανώσει με το χρυσό μετάλλιο της νίκης. Σήκω γιέ μου, του είπε. Από δω και μπρος, εσύ είσαι ο αρχηγός μας, είπε συγκινημένος ο γέρο θαλασσόλυκος. Κι από κείνη τη μέρα τα πάντα άλλαξαν για τον φίλο μας. Οι δουλειές πήγαιναν καλύτερα, είχε κρεμάσει το μετάλλιο στο σπίτι και την τιμητική πλακέτα που του έδωσαν, την έβαλε στο μαγαζί για να την βλέπουν οι τουρίστες και να κορδώνεται, να καμαρώνει. Από κείνη την μέρα, σα να ψήλωσε λιγάκι παρά τα 45 του χρόνια, κι έτσι, έζησαν οι θαλασσόλυκοι της αμμουδιάς καλά, κι ο Μέλιος, ο αρχηγός τους, καλύτερα!



Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Λάγνα φάλαινα





Της τον είχα χώσει κατάσαρκα. Το κήτος σάλεψε. Ο γυναικείος Λεβιάθαν με κοίταζε με εκείνο το ευτυχισμένο, απρόσμενο, λάγνο χαμόγελο που απλωνόταν πάνω στο παχουλό πρόσωπο και γίνονταν ένα με τη λιπαρή επιδερμίδα του θαλάσσιου τέρατος. Το ωκεάνιο, βρόμικο κρεβάτι, με την τριμμένη κουβέρτα σπάραζε και βογκούσε. Κάθε του αρμός δοκιμαζόταν στα άκρα. Ο ιδρώτας έλουζε το κορμί μου, κι ο ήρωας θριάμβευε μέσα μου.
 Ξάφνου, η άσπρη φάλαινα, με ρώτησε ξεφυσώντας ταυτόχρονα υγρά απ’ τον μουσκεμένο της φυσητήρα.
-          Τι μου κάνεις μωρό μου, τι μου κάνεις;
-          Αϊ σιχτίρ, χάρη σου κάνω, σκέφτηκα, αλλά δεν το πα. Και βουβός που έμεινα, τζίφος.
Λίγο ακόμα και θα έχυνα, να τελειώσει το μαρτύριο και η χάρη. Να κερδίσω κι εγώ κάτι μέσα σ’ αυτή την ολέθρια ήττα. Μα εκείνη, όχι, εκεί, να ρωτάει, «τι μου κάνεις μωρό μου;», και νάτος, ο μόμπι ντικ μου, να γίνεται κουρέλι.
Ωχ, δεν τελειώνει αυτή η νύχτα θεέ μου.

Γύρω στα 125 κιλά. Είχε συμπαθητικό χαρακτήρα, αν και λίγο άτονη ομιλία, αργή, που  στην πρώτη εντύπωση την έπαιρνες για ηλίθια. Μα δεν ήταν. Ίσως η ευστροφία της να περιοριζόταν στα απαραίτητα. Αναπνοή, τροφή, σεξουαλική ικανοποίηση. Αν και γι’ αυτό  το τελευταίο έχω τις αμφιβολίες μου. Μαλλιά λιτά, λεπτά, αραιά, πρόωρη γυναικεία φαλάκρα. Πρόσωπο συμπαθητικά βοϊδίσιο. Μα με ήθελε πολύ, κι εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ στην επιθυμία μου. Στην αρρωστημένη μου ικανοποίηση να την κάνω δική μου. Να της δοθώ έστω για μια φορά. Και γαμώτο, σιχαίνομαι τον εαυτό μου, μα δεν ένιωσα καμιά αηδία. Το φχαριστήθηκα ίσως. Αν και το πουλί μου, είχε αντίθετη γνώμη και δεν συμβάδιζε τόσο με τη γενικότερη ψυχολογία μου.
Το ύψος της δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ένα κι εβδομήντα, κι είχε ένα χέρι θεέ μου… Το μπράτσο της ισοφάριζε την κνήμη μου. Της έπιασα το χεράκι και διαβήκαμε τη διάβαση. Την κέρασα με τα πολλά ένα μοχίτο, κι έτσι η απέχθεια μου – μπα δεν ήταν απέχθεια-. Με τα πολλά την έψησα. Ήταν ντροπαλή κι ονειροπόλα. Λίγο χυδαία, ίσως λίγο περισσότερο. Ίσα ίσα για να ισοφαρίσει τα προσόντα που της έλειπαν.
Αλλά τι διάολο; Τόσες ώρες στα τηλέφωνα, τόσα μηνύματα στο κινητό, τόσα ξεροκαυλιάσματα για το τίποτα;  Έπρεπε να πάρω ότι μου δινόταν και το πήρα. Ξόδεψα τις τελευταίες μου δεκάρες για ξενοδοχείο, ποτά και τα ρέστα. Και ναι, την έκανα δική μου. Ο ήρωας θριάμβευσε και πάλι μέσα μου.
 Όταν έφτασα σπίτι μύριζα πατόκορφα μια περίεργη μυρωδιά πλαστικού, ανακατεμένου με λιπαρά απόβλητα. Τι στο καλό; Ή ώρα ήταν τρεις το πρωί και τα μάτια μου βαρούσαν. Έβγαλα τα ρούχα και μπήκα στο κρεβάτι ανακουφισμένος. Όταν ξύπνησα ήταν πια μεσημέρι, έτρεξα στο μπάνιο ξαλαφρωμένος κι έτοιμος να αντικρίσω την ελευθερία. Α ρε Ιωνά, τώρα καταλαβαίνω το μαρτύριο σου!
Α, και κάτι τελευταίο: Προσοχή! Αυτές οι απολαύσεις είναι για λίγους.