Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Εταίρων εκάτερον




Η εκατέρα που μας έσφαξε

για τ’ άλλα της τα φίδια

στρίβει γωνιές και πιάνει μύδια.



Ω γυναιξί κι αρρώστησα

να σε αρμάσω πόθησα.

Κι είναι τα χρόνια μου λίγα και καλά.



Έλα εδώ στα μέρη τα γνώριμα.

Στα μέρη τα αρχαιοελληνικά.










10/06/2003

4:00 στις Πλάτρες.




Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Παλιμπαιδισμός







Ο κόσμος ξημέρωσε.

Στο σταθμό ζητιάνοι στο μεροκάματο.

Αυτή η εποχή είναι γεμάτη πληγές πουδραρισμένες.

Οπτικοακουστικές πλάνες, ναρκωτικά, γλειφιτζούρια να πιπιλάει το μυαλό.



Οι επιστήμονες; Ενδιαφέρον! Οι νεύροεπιστήμονες!

Ανιχνεύουν φως στα άδυτα του εγκεφάλου,

μας θέλουνε robot.

Καλωδιωμένα ανθρωπάκια, ηλεκτρόδια,

Νευρώνες, κώμα- stop- game over.



Γυρίζω σε σένα αγαπημένη.

Σε νοστάλγησα.

Νοστάλγησα το φως σου.

Αυτή την πύρινη λάβα των ματιών σου που με δροσίζει.



Σ’ αγαπώ.

Καλή σου μέρα.

Μη βγαίνεις απ’ το όνειρο, είναι νωρίς…


Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Απόσπασμα από την ερωτική νουβέλα ''Εκχυλίσματα Πάθους''



Όλα έμοιαζαν ήσυχα στην έπαυλη του Χοσέ Σεγούνδο ντε λα Κάψα , το ευωδιαστό εκείνο ανοιξιάτικο απόγευμα.
 Οι ορτανσίες και τα γιασεμιά ανέδιδαν
το μεθυστικό τους άρωμα που διαπερνούσε τα ανοικτά παράθυρα και τις σήτες.
 Η Δόνα Κάρλα ντε λα Στρίγκα, έκανε το απογευματινό της ντους στο τζακούζι της εσωτερικής πισίνας.
  Η σκέψη του παθιασμένου έρωτα που της είχε κάνει
ο Χοσέ Σεγούνδο ντε λα Κάψα το προηγούμενο βράδυ έκανε να λυγίζουν τα γόνατα της καθώς ρίγη ηδονής διαπερνούσαν την σταρένια της επιδερμίδα ροδίζοντας περισσότερο την υγρή της ήβη.
Ξαφνικά συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Με ανεπαίσθητα βήματα, ο Αντώνιο Κρουζ, ο μικρότερος ανιψιός του Χοσέ Σεγούνδο, που είχε έρθει για διακοπές στην έπαυλη του θείου του, τίναξε την πετσέτα που μόλις κάλυπτε το καλλίγραμμο και προικισμένο του σώμα, και μπήκε στο τζακούζι.
  Μια κραυγή έκπληξης και αγωνίας ξέφυγε από το στόμα της Δόνα Κάρλα,  μα ο Αντώνιο την έπνιξε μέσα στα υγρά του χείλη. Ναι! Την αγαπούσε σφόδρα τη γυναίκα του θείου του ,
  όσο αμαρτωλό και να του φαινόταν. Την ποθούσε με μια ανεξέλεγκτη δύναμη, που τον ώθησε να κάνει το παράτολμο
αυτό βήμα, ετούτο το ηδονικό απόγευμα.

Θυσία







Μέσα στη βροχή οι σκέψεις καίγονται.

Οι παλμοί της καρδιάς δυναμώνουν.

Τα σκιρτήματα ακρωτηριάζονται πάνω σε στέρφα γη.



Ματώνουν οι φύλακες των αισθημάτων.

Η πανοπλία του έρωτα σκουριάζει

Aπό την όξινη βροχή της αδιαφορίας.



Γυμνώνομαι.

Παραδίδω το κορμί μου στις αστραπές.

Θυσία στο ηλεκτροσόκ της αγάπης!


Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Επιστρέφοντας από τα Γόμορρα





Αν έφυγε σαν κρίνος τ’ όνειρο μου

πηγαίνοντας στο βούρκο να λασπώσει τα μαλλιά του,

κύλησε μέσα στους βαρύγδουπους σωτήρες.

Τσαλακωμένος επέστρεψα απ’ τα νύχια του διαβόλου

που 'χε στο λόγο του κήρυγμα Χριστιανικό.

Μια Λίλιθ που επέρχεται ντυμένη τον μανδύα,

λασπώνει φωτοστέφανα και διώχνει τους μαιάνδρους της καρδιάς μου.

Εκ των ων ουκ άνευ η ελευθερία.

Αναπνέω τώρα λεύτερος.

Αποσυνδέθηκα απ’ το μηχάνημα της φυλακής σου.

Εφιάλτης ακαθόριστης μερός




Βρέχει.

Ο κάμπος απλώνεται μπροστά μου.

Ένα σύννεφο καβάλησε ένα βουνό και κουρνιάζει.


Αυτή τη στιγμή η ανάγκη μου με κάνει αυτιστικό.


Θέλω να χαθώ μέσα σε δάσος

και να βγω σε φαράγγια και ξέφωτα

άγνωστα, απάτητα, άσπιλα.



Πουθενά στον κόσμο αυτό

τίποτα δεν έμεινε παρθένο.


Όλα τα σακατέψαμε, όλα τα μολύναμε,

με τη σύφιλη της αναίσθητης περιέργειας μας.


Κάποτε φαντάζομαι σμήνη με τουρίστες και φωτογραφικές μηχανές,

να ξεχύνονται και να ρουφάνε τα πάντα.


Τρώνε, τρώνε, τρώνε.

Τίποτα δεν έμεινε.


Άει στα κομμάτια!

Τι εποχή είν’ αυτή;  


Κάμερα, δώστε μου μια κάμερα.

Βάλτε μου μια κάμερα, ένα τσιπάκι στο κεφάλι.


Δέστε τα πάντα, φάτε, ευχαριστηθείτε.

Καληνύχτα.


Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Όψεις Αγγέλων στην Πυρά



Έζησα λίγο με το φίδι,

είδα τα μάτια σου οχιά.

Μόνος στην κόλαση σαν Ίρις,

αγάπησα της λάβας τη φωτιά.


 
Δάκρυσα στο γέλιο των Αγγέλων.

Βοά η ψυχή μου εκεί ψηλά.

Μ’ αγκάλιασαν οι μήνες και τα χρόνια,

σαν σ’ έρημου στρατώνα τη σκοπιά.


 
Παράτησα τον όφη για το κρίνο,

μα γύρισα ξανά στην ξενιτιά.

Αγγέλοι, Χερουβείμ και Πιραντέλλο,

Στο χέρι δείξτε την κλειδαριά.


 
Μαράζωσεν η μοίρα και οι φύλακες του Άδη∙

εκείνα τα πανάρχαια σκυλιά.

Σαν δίδυμο κελί στο παραγάδι,

κοντά σου ας σταθώ στο προσκεφάλι,

να πνίξουμε της θλίψης την πυρά.

Σπουδαστήριον



Μέσα στο δάσος των φυλλοβόλων

Και γυμνωμένων δέντρων

Υγρά φυτώρια νόησης,

Προστατευόμενα κι ευλογημένα

Απ’ τις βουτιές των γλάρων στον παγωμένο ορίζοντα

Πίνουν κι αναπαράγονται ήσυχα.



Τα κοράκια συνάγονται τη νύχτα

Και κουβεντιάζουν.

Παίρνουν τον ρόλο της κουκουβάγιας

Και κράζουν δήθεν στωικά.



Ο μεγάλος βιομήχανος

Των ψυχών και της ύλης επιβλέπει.

Και σαν αυστηρός αφέντης, σαν Δίας,

Κατακεραυνώνει τις τύχες των αυριανών συναλλαγματικών ισοτιμιών.


Φυλακή

Στα δημόσια ουρητήρια των ηλεκτρονίων
Κάμερες αδυσώπητες μας παρακολουθάνε
Να χύνουμε το κατεστραμμένο σπέρμα
Των ανέσπερων ερώτων.
Γυμνά καλώδια ξεραμένης θλίψης
Ύπουλες μνήμες στροβιλίζονται
Στο βάραθρο του υποσυνείδητου.

Σε συναντώ στο σκοτάδι.
Τα φώτα ΝΕΟΝ μου καίνε το μυαλό.
Σβήσε τον ηλεκτρονικό μου κόσμο.
Ανέβασε με στην πλατφόρμα της γης.

Αύριο λέω να φτύσω
Ό,τι έκτισα στα κρύα παγωμένα δειλινά
Της μοναξιάς του κυβερνοχώρου.

Χώσου κι εσύ μαζί με μένα
Κάτω απ' τη γη,
Να μη μας βλέπουνε τα μάτια
Των υπέρογκων καναλιών
Που διψάνε για γεγονότα της δεκάρας.

Σημειώσεις ενός ταξιδιώτη


Κόκκινα λιβάδια, πράσινη γη,

Απέραντη η κοιλάδα, σαν την αυγή απλώνει γύρω μου.

Κινούμαι, το αίμα τρέχει στις φλέβες μου.

Σε σκέφτομαι, σε νιώθω, ζω.


Τα βουνά ανοίγονται μπροστά μου σαν το μέλλον.

Το πίσω απ’ αυτό που βλέπω με ενδιαφέρει.

Λίγες οι μέρες με ήλιο που μ’ αρέσουν.


Ο βράχος σκάει για να περάσει ο άνθρωπος.

Ο άνθρωπος σκάει για να περάσει ο Θεός.

Ο Θεός χαμογελάει για να αναπνεύσει το σύμπαν.


Ταξίδι… ταξίδι… ταξίδι…

Πληγή- ταξίδι

Αγάπη- ταξίδι

Αγάπη- Πληγή → ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑ.

Πυρ, γυνή και θάλασσα



Μας μάζεψε ο θεός

Σ' αυτό το ακρογιάλι.

Μας έβαλε να κοιμηθούμε

Ανάμεσα στα βουνά του ηλιοβασιλέματος.

 

Ξυπνήσαμε στην άμμο.

Γυμνοί, απροστάτευτοι, κρυώνοντας.

Πρωτόπλαστοι που ξέπεσαν απ’ τον παράδεισο.

Φτιάξαν αξίνα για να ξεγελάσουνε την πείνα τους.


Γεννοβολάν, τραυλίζουν, ψηλαφούν

στα σκοτεινά για λίγο φως.


Πολιτισμός, πολιτισμός…

Πληγές καλυμμένες με θειάφι.

 
Αχ θάλασσα, πάρε με στο βυθό να πνιγώ.

Να ξαναγεννηθώ στον πυρήνα της ύπαρξης μας.




 

Παγετώνες



Εξαφάνιση μες τους μεγάλους παγετώνες της άνοιξης.

Πυροβολώ τη μοναξιά σου με σήματα μορς.

Ασθμαίνω στο σκότος του πανικού σου

Όταν τα χείλη διψούν μα το μυαλό διστάζει.


Κλείσου κι απόψε στη σιωπή σου.

Κάλεσε ξανά τα τέρατα σε δείπνο.

Πόσα φαντάσματα σου έστειλα και στέλνω;

Γυρνάνε όλα πιο νεκρά κι απ’ τη σκιά τους.


Στάθου λεβέντισσα ψυχή μου να σε δω.

Παραπατάς απ’ τα αλκοόλ μιας Κίρκης σπάνιας.

Είναι μεγάλο το μαρτυρικό κενό

Μέσα στα μάτια ατελείωτης ορφάνιας.


Ο Οδυσσέας της να’ μαι  για γουρούνι;

Πέφτουν αστέρια στο πηγάδι της ψυχής.

Πήζουν σα λάσπες τα νερά της θάλασσας της

Kαι η σχεδία μου δεν πάει πουθενά.


Σαν παγοθραύστης στην Αλάσκα της καρδιάς της.

Εμπρηστής σε άφλογο ουρανό.

Απόμαχος με παράσημα ρυτίδες,

Kαίω απόψε τη στολή να ζεσταθώ.


Πες μου αν είδες άλλο κτήνος σαν κι εμένα

που τόσο αναίσχυντα σε αγαπώ…


Η Ψυχολογία του Τρόμου ή Η ψυχολογία του Πανικού;


Μες την εξάρτηση της εξουσίας

οι γραβάτες κι η μαγκιά αλωνίζουνε.

Παράξενες μούρες, πρόσωπα ζόμπι μας κυβερνάνε.


Κτυπάει κίτρινο; Πρέπει να τρομάξεις.

Κτυπάει κόκκινο; Πρέπει να πεθάνεις.


Μη φοβάσαι!

Δεν τους νοιάζει πώς.

Φτάνει να πεθάνεις στα σίγουρα!

Ζωή Παφλάζουσα



Είχον τα μάτια αγνά
Και την καρδίαν πάλλουσαν.
Ήρθεν μια μέδουσα μπλαβιά
Στο ακρογιάλι και με τύφλωσεν.
Οδοιπόρησα στα σκοτάδια του ήλιου
Και με ξέβρασεν στον Άδη.
Πες. Ναι πες! Γιατί δαίμονα;
Πες. Ναι πες! Γιατί άγγελε;
Μα ναι. Το ξέρω!
Είχον τα μάτια αγνά
Και την καρδίαν πάλλουσαν…

Εκχυλίσματα Πάθους