Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Η Αποικία των Βρυκολάκων

Όποιος/α θέλει να στηρίξει την προσπάθεια μου για έκδοση αυτού του μυθιστορήματος, μπορεί να το πράξει, πατώντας στον πάρακατω σύνδεσμο...


http://pubslush.com/project/3159

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Το ανέκδοτο




Ο Μελάνθημος Κορνουάλης,  τυχαίνει να είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, και πάλαι ποτέ επιστήθιος φίλος. Δυστυχώς γι’ αυτόν και για την ανθρωπότητα βεβαίως, τίποτα δικό του δεν έχει ποτέ δει το φως της δημοσιότητας. Είναι δύσκολο για έναν φτωχό, επαρχιώτη λογοτέχνη βλέπεται να ξεφύγει από τα στενά όρια της ιδιαίτερης του πατρίδας, πόσο μάλλον σε μια σνομπ, κλειστή κοινωνία, όπως αυτή που έζησε και γαλουχήθηκε. Όμως φοβάμαι πως προτρέχω. Ας πάρουμε καλύτερα τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ο Ανδρέας Πέτρου (αυτό είναι το πραγματικό του όνομα), μεγάλωσε στη μικρή μας πολιτεία, κι από μικρός ασχολήθηκε με τα γράμματα, αρχίζοντας να γράφει ποιήματα απ’ την τρυφερή ηλικία των 14ων χρόνων. Το Μελάνθημος Κορνουάλης, ήταν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, που μ’ αυτό πίστευε πως οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι των Αθηνών, δεν θα του στερούσαν το δικαίωμα, να εξετάσουν το έργο του αντικειμενικά, μιας και το κοινότυπο, Ανδρέας Πέτρου, όσο να ’ναι, ακούγεται άσχημα στ’ αυτιά ενός πρωτευουσιάνου εκδότη. Είχε έτοιμα, εξ’ όσον είμαι σε θέση να γνωρίζω τρία τον αριθμό μυθιστορήματα, και παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του να τα εκδώσει, δεν ευόδωσαν οι στόχοι του.
Ίσως να φταίει το ύφος μου έλεγε, ίσως να θέλουν κάτι πιο μοντέρνο, κάτι πιο άβαν γκαρτ, κάτι που να προκαλεί περισσότερο, δεν ξέρω. Να το προσπαθήσω άραγε, ή να κάνω κι εγώ όπως άλλους που προσπαθούν να αναγάγουν τα υπαρξιακά προβλήματα και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, σε τσελεμεντέ; Χμ... κατάρα, τίποτα δεν μου κάθετε απ’ αυτά. Θαρρώ, πως θα καταλήξω άθελα μου σαν τον Φρανς Κάφκα, που δεν είχε σχεδόν  εκδώσει τίποτα εν ζωή , κι απόκτησε φήμη μόνο μετά θάνατον. Μα, γαμώτο, πάντα ήθελα να τους μπω στο μάτι. Να δούνε τι αξίζω κι εγώ. Τι δηλαδή, μόνο αυτοί οι αχρείοι, θα το παίζουν κάποιοι, εναλλακτικοί, αντικομφορμιστές κι επαναστάτες; Πόσο τους μισώ θεέ μου, τι απαίσιοι υποκριτές που είναι. Δεν τους φτάνει η μεγαλοαστική τους μισητή καταγωγή, προσπαθούν να το παίξουν και διανοούμενοι, έχοντας εξασφαλισμένα τα προς το ζην από τα γεννοφάσκια τους. Μας ρώτησαν κι εμάς όμως; Που πρέπει να δουλεύουμε μέχρι να πεθάνουμε αν θέλουμε να μην πεθάνουμε της πείνας; Χμ... ναι, όνειρο απατηλό να γίνω γνωστός και πόσο μάλλον πλούσιος απ’ τα βιβλία μου. Αφού κατά πρώτον, κανείς δεν θα θελήσει να τα εκδώσει γιατί είναι εκτός μόδας, και κατά δεύτερον, κι αυτοί που είναι πρόθυμοι να τα εκδώσουν, θέλουν να τους το σκάσεις αδρά το παραδάκι.
Έπειτα είναι κι αυτή η κωλογλώσσα μας, δε βοηθάει. Μια σταλιά λαός, μόνο μερικά εκατομμύρια και τέλος. Όσο για μεταφράσεις, γι’ αυτές ούτε λόγος. Εκτός του ότι δεν ενδιαφέρεται κανείς να μεταφράσει τα έργα μας, τους πιάνει ίλιγγος μόνο στη σκέψη να μεταφράσουν από ελληνικά σε άλλες γλώσσες. Άσε που και να το έκαναν, ποιός θα μας έδινε σημασία;
Εγώ πάντως, όλο και τον ενθάρρυνα. Του έλεγα, Ανδρέα, στο κάτω κάτω γράφεις για σένα, κι αν είναι να ʼρθει η υστεροφημία θα ρθεί, ειδεμή θα προσπεράσει, άσε που η φήμη τώρα μπορεί να σε χαλάσει, ενώ μένοντας στην αφάνεια θα δυναμώσει το υλικό σου και θα παραμείνει αμόλυντο.
«Σα να χεις δίκιο βρε συ Κώστα, κι εμένα τώρα που το λες έτσι μου φαίνεται».
Ευτυχώς, τα λόγια μου σαν να τον παρηγορούσαν λιγάκι. Θυμάμαι κάτι γέλια που ρίχναμε σαν βλέπαμε τους τίτλους των βιβλίων που κυκλοφορούσανε εκείνη την εποχή! Κάτι του στυλ : «Το φεγγάρι άργησε μια μέρα» ή «Αννέτ Σημαίνει Μάνα», και φανταζόμασταν τις νοικοκυρούλες που τα έγραφαν ή ακόμα περισσότερο τις νοικοκυρούλες που τα διάβαζαν, περιμένοντας να ψηθεί ο αρακάς και τα δάκρυα που έχυναν, σαν να έβλεπαν τούρκικο ή βραζιλιάνικο σίριαλ στην τηλεόραση.
Μια άλλη φορά, θυμάμαι τώρα, τον είχε κυριέψει μια τέτοια απελπισία, αφού περίμενε επί δυο χρόνια χωρίς να πάρει κάποια θετική απάντηση από κανέναν, που έκανε την απελπισμένη και αυτοκαταστροφική σκέψη να πάει να παρακολουθήσει μαθήματα «Δημιουργικής Γραφής» τάχαμου.
«Βρε συ Κώστα, μήπως δεν γράφω καλά; Μήπως στ’ αλήθεια χρειάζομαι κανένα μάθημα για να γίνω πιο αρεστός;» « Ναι Αντρέα, τι να σου πω. Σίγουρα, αν θες να γίνεις σαν κι αυτούς που διαφημίζουν ανάμεσα στις σερβιέτες και τα απορρυπαντικά, ναι, γιατί όχι, δοκίμασε!» και πατούσαμε κάτι χάχανα μετά, άστα να πάνε, μας άκουγε όλος ο κόσμος στην καφετέρια.
-          Ναι, δίκιο έχεις. Τους ξέρουμε δα κι αυτούς τους δασκάλους του λόγου. Ξοφλημένοι συγγραφείς που βρήκαν τρόπο να τσεπώνουν λεφτά, ποντάροντας στη ματαιοδοξία του κόσμου. Κάθε γειτονιά και συγγραφέας μαλάκα μου, δεν πρόκειται να ξεστομίσω ποτέ πως είμαι κάτι τέτοιο, μου φαίνεται σα βρισιά τώρα που το σκέφτομαι.
-          Ναι, άστα, τραγικό. Μόνο που δεν νομίζω πως είναι έτσι ακριβώς, άλλα τέλοσπάντων. Για πες, τι διαβάζεις αυτή την περίοδο; «κι άρχισε να μου αναφέρει τα λογοτεχνικά που διάβαζε».

Αχ... κι ήταν τόσο τραγικό να βλέπεις έναν άνθρωπο που ʼχε να πει πολλά να λιώνει μέσα στο μαρασμό της ανέφικτης επικοινωνίας. Σα να ρίχνεις αυγά σε τοίχο.  Ήταν άτυχος, τ’ ομολογώ. Έγραφε σε μια εποχή που όλοι ’κάναν πως ’γράφαν, κι είχε πέραση το εύπεπτο και το επιτηδευμένα σκοτεινό. Επεδίωκε την καθαρότητα, σε μια εποχή που το νεφελώδες και το περίεργο, είχανε πέραση μεγάλη.

Τι να του κάνω, αφού επέμενε να διαβάζει πάντα τους παλιούς, αυτούς που λέμε κλασικούς, κι ούτε που έδινε σημασία σ’ αυτά που έγραφαν οι σύγχρονοι του, να πάρει μια ιδέα τουλάχιστον. Είχε τη λόξα να θέλει να δημιουργεί δικούς του κόσμους, αυτόνομους στα μυθιστορήματα του. Κι αυτό δεν του το συγχώρησαν και το πλήρωσε με τη ζωή του.   Τον βρήκα κρεμασμένο στο ταβάνι του δωματίου του, με την 14η επιστολή απόρριψης του έργου του στο χέρι. Από πάνω, στο φάκελο είχε γράψει αυτά τα λίγα.

Κώστα, μη λυπηθείς. Βάλε σε παρακαλώ στο φέρετρο μου μέσα, αυτήν, μαζί με τις άλλες επιστολές, που έχω στο γραφείο μου. Θέλω να θαφτούν κι αυτές μαζί μου. Όσο για τα γραφτά μου, κάνε ό,τι νομίζεις. Ποιός ξέρει, ίσως πεθαμένος, να χω περισσότερη τύχη...

 Αντίο φίλε μου καλέ, και μη μου κρατάς κακία, ίσως ανταμώσουμε κάπου αλλού κάποτε... Σε χαιρετώ, (υπογραφή) Μελάνθημος Κορνουάλης