Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Λάγνα φάλαινα





Της τον είχα χώσει κατάσαρκα. Το κήτος σάλεψε. Ο γυναικείος Λεβιάθαν με κοίταζε με εκείνο το ευτυχισμένο, απρόσμενο, λάγνο χαμόγελο που απλωνόταν πάνω στο παχουλό πρόσωπο και γίνονταν ένα με τη λιπαρή επιδερμίδα του θαλάσσιου τέρατος. Το ωκεάνιο, βρόμικο κρεβάτι, με την τριμμένη κουβέρτα σπάραζε και βογκούσε. Κάθε του αρμός δοκιμαζόταν στα άκρα. Ο ιδρώτας έλουζε το κορμί μου, κι ο ήρωας θριάμβευε μέσα μου.
 Ξάφνου, η άσπρη φάλαινα, με ρώτησε ξεφυσώντας ταυτόχρονα υγρά απ’ τον μουσκεμένο της φυσητήρα.
-          Τι μου κάνεις μωρό μου, τι μου κάνεις;
-          Αϊ σιχτίρ, χάρη σου κάνω, σκέφτηκα, αλλά δεν το πα. Και βουβός που έμεινα, τζίφος.
Λίγο ακόμα και θα έχυνα, να τελειώσει το μαρτύριο και η χάρη. Να κερδίσω κι εγώ κάτι μέσα σ’ αυτή την ολέθρια ήττα. Μα εκείνη, όχι, εκεί, να ρωτάει, «τι μου κάνεις μωρό μου;», και νάτος, ο μόμπι ντικ μου, να γίνεται κουρέλι.
Ωχ, δεν τελειώνει αυτή η νύχτα θεέ μου.

Γύρω στα 125 κιλά. Είχε συμπαθητικό χαρακτήρα, αν και λίγο άτονη ομιλία, αργή, που  στην πρώτη εντύπωση την έπαιρνες για ηλίθια. Μα δεν ήταν. Ίσως η ευστροφία της να περιοριζόταν στα απαραίτητα. Αναπνοή, τροφή, σεξουαλική ικανοποίηση. Αν και γι’ αυτό  το τελευταίο έχω τις αμφιβολίες μου. Μαλλιά λιτά, λεπτά, αραιά, πρόωρη γυναικεία φαλάκρα. Πρόσωπο συμπαθητικά βοϊδίσιο. Μα με ήθελε πολύ, κι εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ στην επιθυμία μου. Στην αρρωστημένη μου ικανοποίηση να την κάνω δική μου. Να της δοθώ έστω για μια φορά. Και γαμώτο, σιχαίνομαι τον εαυτό μου, μα δεν ένιωσα καμιά αηδία. Το φχαριστήθηκα ίσως. Αν και το πουλί μου, είχε αντίθετη γνώμη και δεν συμβάδιζε τόσο με τη γενικότερη ψυχολογία μου.
Το ύψος της δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ένα κι εβδομήντα, κι είχε ένα χέρι θεέ μου… Το μπράτσο της ισοφάριζε την κνήμη μου. Της έπιασα το χεράκι και διαβήκαμε τη διάβαση. Την κέρασα με τα πολλά ένα μοχίτο, κι έτσι η απέχθεια μου – μπα δεν ήταν απέχθεια-. Με τα πολλά την έψησα. Ήταν ντροπαλή κι ονειροπόλα. Λίγο χυδαία, ίσως λίγο περισσότερο. Ίσα ίσα για να ισοφαρίσει τα προσόντα που της έλειπαν.
Αλλά τι διάολο; Τόσες ώρες στα τηλέφωνα, τόσα μηνύματα στο κινητό, τόσα ξεροκαυλιάσματα για το τίποτα;  Έπρεπε να πάρω ότι μου δινόταν και το πήρα. Ξόδεψα τις τελευταίες μου δεκάρες για ξενοδοχείο, ποτά και τα ρέστα. Και ναι, την έκανα δική μου. Ο ήρωας θριάμβευσε και πάλι μέσα μου.
 Όταν έφτασα σπίτι μύριζα πατόκορφα μια περίεργη μυρωδιά πλαστικού, ανακατεμένου με λιπαρά απόβλητα. Τι στο καλό; Ή ώρα ήταν τρεις το πρωί και τα μάτια μου βαρούσαν. Έβγαλα τα ρούχα και μπήκα στο κρεβάτι ανακουφισμένος. Όταν ξύπνησα ήταν πια μεσημέρι, έτρεξα στο μπάνιο ξαλαφρωμένος κι έτοιμος να αντικρίσω την ελευθερία. Α ρε Ιωνά, τώρα καταλαβαίνω το μαρτύριο σου!
Α, και κάτι τελευταίο: Προσοχή! Αυτές οι απολαύσεις είναι για λίγους.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου